- διαφθορείο
- τοχώρος εκπόρνευσης γυναικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφθορείο — το 1. τόπος διαφθοράς 2. κρυφό οίκημα όπου εκδίδονται σε ασέλγεια γυναίκες και άντρες … Dictionary of Greek